φρονηματίας

φρονηματίας
ο
1) человек с твёрдыми убеждениями, принципиальный человек; 2) благородный, мужественный, доблестный человек; 3) самоуверенный, высокомерный, надменный человек

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "φρονηματίας" в других словарях:

  • φρονηματίας — φρονηματίᾱς , φρονηματίας self confident masc acc pl φρονηματίᾱς , φρονηματίας self confident masc nom sg (attic epic doric aeolic) φρονηματίᾱς , φρονηματίης masc acc pl φρονηματίᾱς , φρονηματίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονηματίας — ο, ΝΜΑ αυτός που έχει υψηλό φρόνημα, υπερήφανος αρχ. 1. (με κακή σημ.) αλαζόνας, κομπαστής 2. ατίθασο, ζωηρό άλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρόνημα, ήματος + επίθημα ίας (πρβλ. τραυματ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • φρονηματιῶν — φρονηματίας self confident masc gen pl φρονηματίης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονηματίαν — φρονηματίᾱν , φρονηματίας self confident masc acc sg (attic epic doric aeolic) φρονηματίας self confident masc acc sg φρονηματίᾱν , φρονηματίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) φρονηματίης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονηματίᾳ — φρονηματίαι , φρονηματίας self confident masc nom/voc pl φρονηματίᾱͅ , φρονηματίας self confident masc dat sg (attic doric aeolic) φρονηματίαι , φρονηματίης masc nom/voc pl φρονηματίᾱͅ , φρονηματίης masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονηματώδης — ῶδες, Α [φρόνημα, ήματος] 1. φρονηματίας 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φρονηματῶδες αλαζονεία, έπαρση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»